- μαραθοειδής
- μᾰρᾰθ-οειδής, ές,A like fennel, v.l. for μαράθῳ ὅμοια in Dsc.3.139. Adv. [suff] μᾰρᾰθ-οειδῶς, v.l. for μαράθῳ ὅμοια in Id.2.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαραθοειδής — μαραθοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με μάραθο ή αυτός που προέρχεται από το είδος τού μαράθου. επίρρ... μαραθοειδῶς όπως το μάραθο, όμοια με το μάραθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + ειδής*] … Dictionary of Greek
μαραθοειδῶς — μαραθοειδής like fennel adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)